Αγία Θεοδώρα της Άρτας AGIA THEODORA OF ARTA (GREECE)
Αγία Θεοδώρα της Άρτας AGIA THEODORA OF ARTA (GREECE)
Η Θεοδώρα, Βασίλισσα της Άρτας και κατοπινή Αγία, γεννήθηκε το 1210 στα Σέρβια. Ήταν κόρη του Ιωάννου Πετραλύφα, σεβαστοκράτορος και διοικητού της Θεσσαλίας και Μακεδονίας και τη μητέρα της την έλεγαν Ελένη και ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τις πηγές, οι Πετραλύφα ήταν οικογένεια Ιταλικής καταγωγής . Ήδη ...τον 11ο αιώνα αναφέρεται ότι ο προγονός της Πέτρος di Alifa {πόλη της νοτίου Ιταλίας κοντά στην Caserta}, πήρε μέρος στη πρώτη σταυροφορία.
Με τον θάνατο του πατέρα της μεταξύ 1224 - 1230, ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος ανέλαβε την προστασία της. Τον Θεόδωρο όμως μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους το 1230 στη περιοχή μεταξύ Φιλιππούπολης και Ανδριανούπολης, διαδέχεται ο ανεψιός του Μιχαήλ Β΄, γιος του Μιχαήλ Α` Κομνηνού. Περνώντας από τα Σέρβια ο Μιχαήλ, συναντά τη Θεοδώρα, εντυπωσιάζεται από την ομορφιά της παντρεύονται τον ίδιο χρόνο και τη φέρνει μαζί του στη Ήπειρο. Η Θεοδώρα, φύση ιδιαίτερα ευαίσθητη και αφιερωμένη στο Θεό δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κοσμικούς ρυθμούς ζωής του συζύγου της και γίνεται όλο και περισσότερο υπόδειγμα αφιερωμένης και φιλάνθρωπης βασίλισσας. Ίσως γι’αυτό και ο γάμος τους δεν είχε καλή έκβαση αφού ο Μιχαήλ την εγκατέλειψε για την Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή, την οποία μάλιστα εγκατέστησε στα ανάκτορα. Η Θεοδώρα δεν μπορεί να το αντέξει και αυτοεξορίζεται. Για περίοδο πέντε χρόνων περιφέρεται στη περιοχή των Τζουμέρκων μαζί με τον πρωτότοκο γυιό της Νικηφόρο Κομνηνό και σαν απλή χωρική ζει από τα αγαθά που της προσφέρει η εξοχή. Σε αυτή την κατάσταση, και ενώ συνέλεγε χόρτα, λεπτομέρεια που ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός μας μεταφέρει {λαχανευομένη}, την βρήκε ο ιερέας του χωριού Πρένιστα, σημερινό Κορφοβούνι.
Μόλις του αποκαλύπτει την ταυτοτητά της, την παίρνει μαζί του και στο πρόσωπο του βρίσκει παρηγοριά και συμπαράσταση. ΄Ομως ο λαός της Άρτας με επικεφαλής τους άρχοντές του, αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά του Μιχαήλ, καταφέρνει να εκδιωχθεί η Γαγγρινή από τα ανάκτορα και να επανέλθει η Θεοδώρα. Από το σημείο αυτό ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της. Η ίδια συνεχίζει το έργο της φιλανθρωπίας που είχε ξεκινήσει ενώ ο Μιχαήλ επιδίδεται σε έργα μετανοίας. Την περίοδο αυτή, η Άρτα κοσμείται με ναούς και μοναστήρια από τα οποία τα πιό γνωστά είναι η Μονή Κάτω Παναγιάς, η Μονή του Αγίου Γεωργίου και η Μονή της Παναγίας της Παντάνασσας έξω από την Φιλιππιάδα. Είναι η έμπρακτη μετάνοιά του που εκφράζετια κατ’αυτόν τον τρόπο. Επιπλέον αποκτούν άλλα τέσσαρα παιδιά τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα. Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ και σχεδόν σαράντα χρόνια έγγαμου βίου, η Θεοδώρα περιβάλλεται το μοναχικό σχήμα, ζώντας για μια δεκαετία ως μοναχή στη μονή του Αγίου Γεωργίου, που κατά παράδοση ίδρυσε η ίδια και σήμερα φέρει το ονομά της. Εκοιμήθη πιθανόν το 1280 σε ηλικία 70 ετών και ετάφη στον νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου, σημερινός ναός της Αγίας Θεοδώρας.
Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίου και είναι η πολιούχος της Άρτας. Στον ναό της βρίσκεται σε αργυρή λάρνακα το λειψανό της το οποίο με μεγαλοπρεπή λιτανεία περιφέρεται στους δρόμους της πόλεως τη μέρα της εορτής της. Επίσης, η Αγία παριστάνεται και σε τοιχογραφία αριστερά της πύλης της προσκομιδής στο καθολικό της μονής Κάτω Παναγιάς.
Ο αρχικός ναός ιδρύθηκε προς τιμή του Αγίου Γεωργίου. Σήμερα όμως τιμά την Αγία Θεοδώρα της Άρτας, τη βασίλισσα και πολιούχο της, συνδέοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης. Ο αρχικός ναός κτίστηκε το 11ο αι. σε μορφή τρίκλιτης βασιλικής. Το 1270 η βασίλισσα Θεοδώρα ανακαίνισε την εκκλησία, που λειτουργούσε σαν γυναικείο μοναστήρι, και πρόσθεσε τον νάρθηκα και τα δύο αετώματα. Το 13ο αι. προστέθηκε ο εξωνάρθηκας και οι δύο πεσσοστήρικτοι παρανάρθηκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα μετά τον θάνατο του συζύγου της μόνασε στην μονή μέχρι το τέλος της ζωής της.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κειμήλια που φιλοξενούνται στο ναό. Η φορητή εικόνα, κρητικής σχολή του Χριστού, που χρονολογείται το 1653 και είναι έργο του αργυροχρυσοχόου Αθ. Τσιμούρη. Δυο υπέροχες ασημένιες λάρνακες, με ανάγλυφη διακόσμηση, που περιέχουν τα λείψανα της Αγίας Θεοδώρας. Τέλος η αργυρεπένδυτη μεγάλη εικόνα της Αγίας, έργο του 17ου αι., της οποίας η ζωγραφική της έγινε πάνω σε λεπτό στρώμα χρυσού.
Στην είσοδο του ναού σώζεται η τάφος της Αγίας. Δεν σώζεται στην αρχική του μορφή, γιατί όταν τον άνοιξαν για να γίνει η αποκομιδή των λειψάνων αναγκάστηκαν να καταστρέψουν το μαρμάρινο περίβλημά του. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν σπασμένα κομμάτια διακοσμημένου μαρμάρου, που αποδείκνυε ότι ο τάφος είχε καταστραφεί από κάποιον ιερόσυλο παλαιότερα. Η σημερινή, τρίτη μορφή ανασυγκροτήθηκε με χρήση παλιών και νέων κομματιών και φέρει δυο ανάγλυφες πλάκες.
Η πλάκα που βλέπει στο εσωτερικό του ναού απεικονίζει ρόδακες, ανθέμια και δύο δράκοντες. Τεχνοτροπία θυμίζει δυτικές επιρροές.
Η πλάκα που βλέπει στο νάρθηκα του ναού απεικονίζει την Αγία Θεοδώρα και τον γιο της Νικηφόρο. Παραπλεύρως εικονίζονται και οι δύο αρχάγγελοι, που όπως είναι γνωστό αποτελούσας τους προστάτες των Κομνηνοδουκάδων, δεσποτών της Ηπείρου.
Και οι δύο πλάκες χρονολογούνται τον 13ο αι. Δείτε περισσότερα
Η Θεοδώρα, Βασίλισσα της Άρτας και κατοπινή Αγία, γεννήθηκε το 1210 στα Σέρβια. Ήταν κόρη του Ιωάννου Πετραλύφα, σεβαστοκράτορος και διοικητού της Θεσσαλίας και Μακεδονίας και τη μητέρα της την έλεγαν Ελένη και ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τις πηγές, οι Πετραλύφα ήταν οικογένεια Ιταλικής καταγωγής . Ήδη ...τον 11ο αιώνα αναφέρεται ότι ο προγονός της Πέτρος di Alifa {πόλη της νοτίου Ιταλίας κοντά στην Caserta}, πήρε μέρος στη πρώτη σταυροφορία.
Με τον θάνατο του πατέρα της μεταξύ 1224 - 1230, ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος ανέλαβε την προστασία της. Τον Θεόδωρο όμως μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους το 1230 στη περιοχή μεταξύ Φιλιππούπολης και Ανδριανούπολης, διαδέχεται ο ανεψιός του Μιχαήλ Β΄, γιος του Μιχαήλ Α` Κομνηνού. Περνώντας από τα Σέρβια ο Μιχαήλ, συναντά τη Θεοδώρα, εντυπωσιάζεται από την ομορφιά της παντρεύονται τον ίδιο χρόνο και τη φέρνει μαζί του στη Ήπειρο. Η Θεοδώρα, φύση ιδιαίτερα ευαίσθητη και αφιερωμένη στο Θεό δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κοσμικούς ρυθμούς ζωής του συζύγου της και γίνεται όλο και περισσότερο υπόδειγμα αφιερωμένης και φιλάνθρωπης βασίλισσας. Ίσως γι’αυτό και ο γάμος τους δεν είχε καλή έκβαση αφού ο Μιχαήλ την εγκατέλειψε για την Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή, την οποία μάλιστα εγκατέστησε στα ανάκτορα. Η Θεοδώρα δεν μπορεί να το αντέξει και αυτοεξορίζεται. Για περίοδο πέντε χρόνων περιφέρεται στη περιοχή των Τζουμέρκων μαζί με τον πρωτότοκο γυιό της Νικηφόρο Κομνηνό και σαν απλή χωρική ζει από τα αγαθά που της προσφέρει η εξοχή. Σε αυτή την κατάσταση, και ενώ συνέλεγε χόρτα, λεπτομέρεια που ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός μας μεταφέρει {λαχανευομένη}, την βρήκε ο ιερέας του χωριού Πρένιστα, σημερινό Κορφοβούνι.
Μόλις του αποκαλύπτει την ταυτοτητά της, την παίρνει μαζί του και στο πρόσωπο του βρίσκει παρηγοριά και συμπαράσταση. ΄Ομως ο λαός της Άρτας με επικεφαλής τους άρχοντές του, αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά του Μιχαήλ, καταφέρνει να εκδιωχθεί η Γαγγρινή από τα ανάκτορα και να επανέλθει η Θεοδώρα. Από το σημείο αυτό ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της. Η ίδια συνεχίζει το έργο της φιλανθρωπίας που είχε ξεκινήσει ενώ ο Μιχαήλ επιδίδεται σε έργα μετανοίας. Την περίοδο αυτή, η Άρτα κοσμείται με ναούς και μοναστήρια από τα οποία τα πιό γνωστά είναι η Μονή Κάτω Παναγιάς, η Μονή του Αγίου Γεωργίου και η Μονή της Παναγίας της Παντάνασσας έξω από την Φιλιππιάδα. Είναι η έμπρακτη μετάνοιά του που εκφράζετια κατ’αυτόν τον τρόπο. Επιπλέον αποκτούν άλλα τέσσαρα παιδιά τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα. Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ και σχεδόν σαράντα χρόνια έγγαμου βίου, η Θεοδώρα περιβάλλεται το μοναχικό σχήμα, ζώντας για μια δεκαετία ως μοναχή στη μονή του Αγίου Γεωργίου, που κατά παράδοση ίδρυσε η ίδια και σήμερα φέρει το ονομά της. Εκοιμήθη πιθανόν το 1280 σε ηλικία 70 ετών και ετάφη στον νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου, σημερινός ναός της Αγίας Θεοδώρας.
Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίου και είναι η πολιούχος της Άρτας. Στον ναό της βρίσκεται σε αργυρή λάρνακα το λειψανό της το οποίο με μεγαλοπρεπή λιτανεία περιφέρεται στους δρόμους της πόλεως τη μέρα της εορτής της. Επίσης, η Αγία παριστάνεται και σε τοιχογραφία αριστερά της πύλης της προσκομιδής στο καθολικό της μονής Κάτω Παναγιάς.
Ο αρχικός ναός ιδρύθηκε προς τιμή του Αγίου Γεωργίου. Σήμερα όμως τιμά την Αγία Θεοδώρα της Άρτας, τη βασίλισσα και πολιούχο της, συνδέοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης. Ο αρχικός ναός κτίστηκε το 11ο αι. σε μορφή τρίκλιτης βασιλικής. Το 1270 η βασίλισσα Θεοδώρα ανακαίνισε την εκκλησία, που λειτουργούσε σαν γυναικείο μοναστήρι, και πρόσθεσε τον νάρθηκα και τα δύο αετώματα. Το 13ο αι. προστέθηκε ο εξωνάρθηκας και οι δύο πεσσοστήρικτοι παρανάρθηκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα μετά τον θάνατο του συζύγου της μόνασε στην μονή μέχρι το τέλος της ζωής της.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κειμήλια που φιλοξενούνται στο ναό. Η φορητή εικόνα, κρητικής σχολή του Χριστού, που χρονολογείται το 1653 και είναι έργο του αργυροχρυσοχόου Αθ. Τσιμούρη. Δυο υπέροχες ασημένιες λάρνακες, με ανάγλυφη διακόσμηση, που περιέχουν τα λείψανα της Αγίας Θεοδώρας. Τέλος η αργυρεπένδυτη μεγάλη εικόνα της Αγίας, έργο του 17ου αι., της οποίας η ζωγραφική της έγινε πάνω σε λεπτό στρώμα χρυσού.
Στην είσοδο του ναού σώζεται η τάφος της Αγίας. Δεν σώζεται στην αρχική του μορφή, γιατί όταν τον άνοιξαν για να γίνει η αποκομιδή των λειψάνων αναγκάστηκαν να καταστρέψουν το μαρμάρινο περίβλημά του. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν σπασμένα κομμάτια διακοσμημένου μαρμάρου, που αποδείκνυε ότι ο τάφος είχε καταστραφεί από κάποιον ιερόσυλο παλαιότερα. Η σημερινή, τρίτη μορφή ανασυγκροτήθηκε με χρήση παλιών και νέων κομματιών και φέρει δυο ανάγλυφες πλάκες.
Η πλάκα που βλέπει στο εσωτερικό του ναού απεικονίζει ρόδακες, ανθέμια και δύο δράκοντες. Τεχνοτροπία θυμίζει δυτικές επιρροές.
Η πλάκα που βλέπει στο νάρθηκα του ναού απεικονίζει την Αγία Θεοδώρα και τον γιο της Νικηφόρο. Παραπλεύρως εικονίζονται και οι δύο αρχάγγελοι, που όπως είναι γνωστό αποτελούσας τους προστάτες των Κομνηνοδουκάδων, δεσποτών της Ηπείρου.
Και οι δύο πλάκες χρονολογούνται τον 13ο αι. Δείτε περισσότερα